- τήλιστος
- τήλιστος, η, ον, ([etym.] τηλοῦ) [comp] Sup. without Posit. or Comp . .A farthest, most remote, Parth.Fr.8 (-ίτων codd. St. Byz.), v.l. (ap.Eust.) for τρίλλιστος in D.P.485: neut. τήλιστα as Adv., farthest, Orph.A.181; cf. τηλωπός) 1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.